- πυρφορώ
- και πυροφορῶ, -έω, Α [πυρφόρος]1. φέρω πυρσό, είμαι πυρφόρος2. φέρω το ιερό πυρ («ὁ παῑς ὁ τῷ θεῷ πυρφορῶν», επιγρ.)3. μεταφέρω φωτιά («θεωρίς ναῡς ἐκ Δήλου πυρφοροῡσα», Φιλοστρ.)4. πυρπολώ5. μτφ. κατακαίω («πυρφορεῑν τὴν ψυχήν», Χαρίτ.).
Dictionary of Greek. 2013.